βιοτέχνης

βιοτέχνης
ο
αυτός που ασκεί βιοτεχνικό επάγγελμα, που ζει από τη βιοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -τέχνης < τέχνη. Η λ. μαρτυρείται στον Γεώργιο Βιζυηνό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βιοτέχνης — ο αυτός που κατεργάζεται με τα χέρια του ή με στοιχειώδη εργαλεία τις πρώτες ύλες και κατασκευάζει χρήσιμα αντικείμενα: Η ανάπτυξη της βιομηχανίας έπληξε τους βιοτέχνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

  • σωσίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Άθεος φιλόσοφος που τα έργα του δε διασώθηκαν. Αμφισβητείται επίσης η χρονολογία της όλης δραστηριότητας του. 2. Αγγειοπλάστης που έζησε στην Αττική στο τέλος του 6ου και αρχές του 5ου π.Χ. αι. Είναι γνωστός από δύο… …   Dictionary of Greek

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

  • χαλβαδοποιός — ο, Ν 1. ο τεχνίτης, ο ζαχαροπλάστης που παρασκευάζει χαλβά 2. βιοτέχνης ή βιομήχανος χαλβαδοποιίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβάς, άδες + ποιός*. Η λ. στον πληθ. χαλβαδοποιοί, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Αγουράς, Γεώργιος — (19ος αι.).Πατριώτης από την Τραπεζούντα, έμπορος και βιοτέχνης (παπλωματάς) στην Κωνσταντινούπολη. Μόλις άρχισε η Επανάσταση, οι Τούρκοι τον συνέλαβαν για την πατριωτική του δραστηριότητα και τον κρέμασαν, αφού τον βασάνισαν και τον διαπόμπευσαν …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”